- παραβολεύομαι
- παραβολ-εύομαι,A venture, expose oneself,
π. τῇ ψυχῇ Ep.Phil.2.30
(v.l. παραβουλ-): c. acc. cogn.,τοὺς ὑπὲρ φιλίας κινδύνους π. IPE12.39.28
(Olbia, iii (?) A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. τῇ ψυχῇ Ep.Phil.2.30
(v.l. παραβουλ-): c. acc. cogn.,τοὺς ὑπὲρ φιλίας κινδύνους π. IPE12.39.28
(Olbia, iii (?) A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβολεύομαι — και δ. γρφ. παραβουλεύομαι Α [παράβολος] αποτολμώ, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω … Dictionary of Greek
παραβολευθείσης — παραβολεύομαι venture aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολευσάμενος — παραβολεύομαι venture aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολεύεσθαι — παραβολεύομαι venture pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβουλεύομαι — Α (δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι … Dictionary of Greek